- ἑλκεσιπέπλους
- ἑλκεσίπεπλοςtrailing the robemasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ελκεσίπεπλος — ἑλκεσίπεπλος, ον (Α) φρ. «Τρῳάδας ἑλκεσιπέπλους» τις Τρωάδες που σέρνεται ο πέπλος τους, με τους μακριούς πέπλους … Dictionary of Greek